- ὑπό-χθων
ὑπό-χθων, ονος, = Vorigem, Arist. ep. 3 (App. 9, 45).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-χθων, ονος, = Vorigem, Arist. ep. 3 (App. 9, 45).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek
νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
πελεμίζω — Α 1. τινάζω κάτι στον αέρα, κινώ δυνατά, σείω, κάνω κάτι να σείεται ή να τρέμει («ὑπὸ βροντής πελεμίζεται εὐρεῑα χθών», Ησίοδ.) 2. κινώ κάποιον από τη θέση του 3. φρ. «πελεμίζω (τόξον)» προσπαθώ με μεγάλο κόπο να τεντώσω τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
υπερχθόνιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τη γη, ουράνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χθόνιος (< χθών, χθονός), πρβλ. ὑπο χθόνιος] … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek