- ὑπό-τεφρος
ὑπό-τεφρος, etwas aschfarbig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-τεφρος, etwas aschfarbig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδινός — (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις,… … Dictionary of Greek