- ὑπό-σαθρος
ὑπό-σαθρος, etwas morsch, Luc. D. Mort. 10, 1 Fugit. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-σαθρος, etwas morsch, Luc. D. Mort. 10, 1 Fugit. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β … Dictionary of Greek