ὑπό-σκιος

ὑπό-σκιος

ὑπό-σκιος, unter Schatten, beschattet, schattig; Aesch. Suppl. 653; χϑόνα ϑήσει frg. 182.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόσκιος — ο (Α ἑτερόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει σκιά προς το ίδιο πάντοτε μέρος (δηλ. μόνο προς το ένα μέρος) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑτερόσκιοι αυτοί που κατοικούν βόρεια ή νότια τὼν τροπικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκιος — α ο (AM κατάσκιος, ον) αυτός που καλύπτεται από σκιά, βαθύσκιος αρχ. 1. αυτός που έχει παντού σκιά 2. αστρολ. (για περιοχή) σκιερός 3. αυτός που ρίχνει πολλή σκιά, που επισκιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. εν σκιος, υπό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”