- ὑπό-στροφος
ὑπό-στροφος, zurückgedreht, – zurückkehrend, Eur. I. A. 1204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-στροφος, zurückgedreht, – zurückkehrend, Eur. I. A. 1204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… … Dictionary of Greek