- πικρό-χολος
πικρό-χολος, von, mit bitterer Galle, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρό-χολος, von, mit bitterer Galle, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζάχολος — ζάχολος, ον (Α) ζάκοτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + χολος (< χολή) πρβλ. μελάγ χολος, πικρό χολος] … Dictionary of Greek
κρυψίχολος — κρυψίχολος, ον (Μ) αυτός που κρύβει τον θυμό του, που κρατά μυστική την οργή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + χολος (< χολή), πρβλ. μελάγ χολος, πικρό χολος] … Dictionary of Greek
υδατόχολος — ον, Α (για περιττώματα) υδατώδης και χρωματισμένος σαν τη χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + χόλος (< χόλος/χολή), πρβλ. πικρό χολος] … Dictionary of Greek
κακόχολος — η, ο 1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος 2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χολος (< χολή), πρβλ. πικρό χολος] … Dictionary of Greek
ξανθόχολος — ξανθόχολος, ον (Α) αυτός που έχει ξανθή, δηλ. κίτρινη, χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χόλος «χολή» (πρβλ. πικρό χολος)] … Dictionary of Greek
οξύχολος — ὀξύχολος, ον (Α) 1. αυτός που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύχολον η οξυθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + χόλος (πρβλ. πικρό χολος)] … Dictionary of Greek
μελάγχολος — μελάγχολος, ον (Α) (για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χολή (πρβλ. πικρό χολος)] … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek