- ὑπό-πωλος
ὑπό-πωλος, ein Fohlen unter sich habend, es säugend, ἵππος Strab. 8, 3,28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-πωλος, ein Fohlen unter sich habend, es säugend, ἵππος Strab. 8, 3,28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρπωλος — ον, Α αυτός που έχει πάρα πολλά νεαρά άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πῶλος «νεαρός ίππος» (πρβλ. ὑπό πωλος)] … Dictionary of Greek
παλλακή — η (ΑΜ παλλακή) η γυναίκα που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, η παλλακίδα («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», Ηρόδ.) αρχ. πιθ. νεαρή κόρη, κοπέλα, νεανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό… … Dictionary of Greek