- πικρότης
πικρότης, ητος, ἡ, 1) Bitterkeit, Plat. Tim. 83 b Theaet. 159 e. – 2) übtr., Herbigkeit, Strenge des Charakters; Her. 1, 130; Eur. El. 1014; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρότης, ητος, ἡ, 1) Bitterkeit, Plat. Tim. 83 b Theaet. 159 e. – 2) übtr., Herbigkeit, Strenge des Charakters; Her. 1, 130; Eur. El. 1014; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρότης — pungency fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρότησι — πικρότης pungency fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρότητα — πικρότης pungency fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρότητας — πικρότης pungency fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρότητες — πικρότης pungency fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρότητι — πικρότης pungency fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρότητος — πικρότης pungency fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρότητα — η / πικρότης, ΝΜΑ [πικρός] 1. η ιδιότητα τού πικρού, η πικρή γεύση, η πικράδα (α. «η πικρότητα τού φαρμάκου» β. «περὶ μὲν τὴν γλῶτταν αἴσθησιν πικρότητος», Πλάτ.) 2. η ιδιότητα τού να προκαλεί κάτι πίκρα, θλίψη (α. «η πικρότητα τών λόγων του» β.… … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
ԿԾՈՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1102 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. ԿԾՈՒՈՒԹԻՒՆ δριμύτης, πικρότης acrimonia, acerbitas. որ եւ ԿԾՈՒԹԻՒՆ. Կծու գոլն. բա՛րկ թթուութիւն. դառնութիւն. եկ կծողութիւն. ... *Ծխաշունչ կծուութիւն ինչ ʼի փորէ ʼի վեր բուրիցէ. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 1:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)