- ὑπό-πρεμνος
ὑπό-πρεμνος, unter dem Stamme, mit einem Stück vom Stammende, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-πρεμνος, unter dem Stamme, mit einem Stück vom Stammende, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάπρεμνος — κατάπρεμνος, ον (Α) γεμάτος κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρεμνος (< πρέμνος «κλαδί»), πρβλ. αυτό πρεμνος, υπό πρεμνος] … Dictionary of Greek