- ἑπωπίς
ἑπωπίς, ίδος, ἡ, die Folgende, Begleiterinn, Lycophr. 1176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπωπίς, ίδος, ἡ, die Folgende, Begleiterinn, Lycophr. 1176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επωπίς — ἐπωπίς, ἡ (Α) 1. ακόλουθος, συνοδός 2. επίκληση τής Δήμητρας στη Σικυώνα … Dictionary of Greek
ἐπωπίς — watcher fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωπίδα — ἐπωπίς watcher fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωπίδες — ἐπωπίς watcher fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπωπίδα — ἑπωπίς attendant fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπωπίδες — ἑπωπίς attendant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)