- ἑπτα-ήμερος
ἑπτα-ήμερος, siebentägig, ἑορτή D. Cass. 76, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτα-ήμερος, siebentägig, ἑορτή D. Cass. 76, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφθήμερος — η, ο (Α ἑφθήμερος, ον) αυτός που διαρκεί επτά ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ημερος (< ἡμέρα)] … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek