- πινύσσω
πινύσσω, klug machen, witzigen, ermahnen, Il. 14, 249. S. πινυτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πινύσσω, klug machen, witzigen, ermahnen, Il. 14, 249. S. πινυτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πινύσσω — Α βλ. πινύσκω … Dictionary of Greek
πινύσσω — πινύσκω make prudent aor subj act 1st sg (epic) πινύσκω make prudent aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απινύσσω — ἀπινύσσω (Α) 1. είμαι ανόητος 2. πέφτω αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πινύσσω «συνετίζω, νουθετώ»] … Dictionary of Greek
πέπνυμαι — Α 1. έχω πνοή ή ψυχή, ζω 2. έχω ακέραιες τις πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργεί το μυαλό μου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) είμαι συνετός, φρόνιμος β) (για πράγματα) είμαι σωστός 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πεπνυμένοι οι έμπειροι 5. φρ.… … Dictionary of Greek
πινύσκω — και πινύσσω Α 1. συνετίζω, σωφρονίζω, νουθετώ 2. διδάσκω, καθοδηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι] … Dictionary of Greek