ἑπτά-γλωσσος

ἑπτά-γλωσσος

ἑπτά-γλωσσος, φόρμιγξ, siebenzüngig, d. i. siebenstimmig, od.- faitig, Pind. N. 5, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οκτάγλωσσος — ὀκτάγλωσσος, ον (Μ) (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τὸ ὀκτάγλωσσον φλάμπουρο που διασχίζεται σε οκτώ γλώσσες, δηλαδή λωρίδες, γλωσσοειδείς άκρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ, λ. οκτώ) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. επτά γλωσσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”