- ἑπτά-κτυπος
ἑπτά-κτυπος, φόρμιγξ, siebentönig, d. i. siebensaitig, Pind. P. 2, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτά-κτυπος, φόρμιγξ, siebentönig, d. i. siebensaitig, Pind. P. 2, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίκτυπος — ον, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Σελήνης) αυτός που αντηχεί τριπλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κτύπος (πρβλ. ἑπτά κτυπος)] … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek