- ἑπτά-φυλλος
ἑπτά-φυλλος, κράμβη, siebenblättrig, Hippon. bei Ath. IX, 370 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτά-φυλλος, κράμβη, siebenblättrig, Hippon. bei Ath. IX, 370 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειόφυλλος — η, ο (Α λειόφυλλος, ον) αυτός που έχει λεία φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ά φυλλος, επτά φυλλος] … Dictionary of Greek
χιλιόφυλλος — ο, ΝΑ, και χιλιόφυλλο, το, Ν 1. το φυτό αχίλλεια 2. το φυτό πολύγονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ἑπτά φυλλος, πεντά φυλλος] … Dictionary of Greek
πεντάφυλλος — η, ο / πεντάφυλλος, ον, ΝΑ, ουδ. και πεντέφυλλον και πεμπτάφυλλον, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει πέντε φύλλα («πεντάφυλλα ῥόδα», Θεόφρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάφυλλο είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + φυλλος (< φύλλον), πρβλ.… … Dictionary of Greek
στενόφυλλος — η, ο / στενόφυλλος, ον, ΝΑ (για φυτό, βιβλίο, θύρα) αυτός που έχει στενά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. επτά φυλλος] … Dictionary of Greek
τετράφυλλος — η, ο / τετράφυλλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που αποτελείται από τέσσερα φύλλα («τετράφυλλη πόρτα») νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η τετράφυλλος βοτ. σύνθετο παλαμοειδές φύλλο με τέσσερα φυλλάρια τα οποία εκφύονται από το ίδιο… … Dictionary of Greek
τρίφυλλος — η, ο / τρίφυλλος, ον, ΝΜΑ, και τρίσφυλλος, ον, Α 1. αυτός που έχει τρία φύλλα (α. «τρίφυλλο άνθος» β. «τρίφυλλος λωτός», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίφυλλο(ν) αρχιτεκτονικό κόσμημα από τρεις τεμνόμενους κύκλους νεοελλ. 1. χαρτί τής τράπουλας… … Dictionary of Greek