- πινόεις
πινόεις, poet. = πιναρός, schmutzig, Ap. Rh. 2, 301, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πινόεις, poet. = πιναρός, schmutzig, Ap. Rh. 2, 301, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πινόεις — εσσα, εν, Α ο γεμάτος ακαθαρσίες, ρυπαρός, πιναρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πινόεν — πινόεις masc voc sg πινόεις neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινόεντα — πινόεις neut nom/voc/acc pl πινόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινόεντι — πινόεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινόεσσα — πινόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)