ἑπτα-ετής

ἑπτα-ετής

ἑπτα-ετής, ές, Sp. auch ἑπταέτης, ου, siebenjährig, Plat. Gorg. 471 c u. Folgde; ἑπτάετες, adv., sieben Jahre lang, Od. 3, 305. 7, 259. 14, 285. Vgl. ἑπτέτης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοετής — ές (Α ἰσοετής, ές) ομήλικος, ίσος στα χρόνια νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετές γένος φυτών τής τάξης ισοετώδη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετές το φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χιλιετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί χίλια έτη (α. «χιλιετής περίοδος» β. «χιλιετῆ τιμωρίαν», Ιάμβλ. γ. «περιόδῳ χιλιετεῑ», Πλάτ.) αρχ. αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών («περὶ δὲ τῶν χιλιετῶν Ὑπερβορέων τὰ αὐτὰ λέγει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • τοσαετής — ές, Μ αυτός που διαρκεί τόσα έτη («τὸν τοσαετῆ πόλεμον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + ετής (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] …   Dictionary of Greek

  • μουνοέτις — μουνοέτις, ιδος, ἡ (Α) ιων. τ. αυτή που έχει ηλικία ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος + έτις (θηλ. τού έτης < ἔτος), πρβλ. εννα έτις, επτα έτις] …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”