- ἑπτα-πέλεθρος
ἑπτα-πέλεθρος, von sieben Plethren, Nonn. D. 36, 14, Ἄρης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτα-πέλεθρος, von sieben Plethren, Nonn. D. 36, 14, Ἄρης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek