- ἑπτα-πόδης
ἑπτα-πόδης, ὁ, sieben Fuß lang, ϑρῆνυς, Il. 15, 729; ἄξων, Hes. O. 422.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτα-πόδης, ὁ, sieben Fuß lang, ϑρῆνυς, Il. 15, 729; ἄξων, Hes. O. 422.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκταπόδης — ὀκταπόδης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια 2. αυτός που έχει οκτώ πόδια («ὀκταπόδης καρκίνος», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. επτα πόδης] … Dictionary of Greek