- ἐῤῥᾳστωνευμένως
ἐῤῥᾳστωνευμένως, adv. von perf. pass. von ῥᾳστωνεύω, sorglos, nachlässig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐῤῥᾳστωνευμένως, adv. von perf. pass. von ῥᾳστωνεύω, sorglos, nachlässig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερραστωνευμένως — ἐρρᾳστωνευμένως (Μ) επίρρ. αμελώς, αφρόντιοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερρᾳστωνευμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού ρ. ρᾳστωνεύομαι] … Dictionary of Greek
ἐρρᾳστωνευμένως — ῥᾳστωνεύω to be idle perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)