- ἐῆος
ἐῆος, gen. von ἐΰς, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐῆος, gen. von ἐΰς, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐῆος — ἐύς good gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑῆος — ἐύς good gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εΰς — ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α) 1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο») 2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάων τών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš… … Dictionary of Greek