- ἐώρησις
ἐώρησις, ἡ, = αἰώρησις, VLL. erkl. κρέμασις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐώρησις, ἡ, = αἰώρησις, VLL. erkl. κρέμασις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εώρησις — ἐώρησις, ἡ (Α) 1. δ. γρφ. τού αἰώρησις* κατά το λεξ. Σούδα «κρέμασις» … Dictionary of Greek