- ἐν-ῆλιξ
ἐν-ῆλιξ, ικος, erwachsen, mannbar, ἐν ἡλικίᾳ ὤν, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ῆλιξ, ικος, erwachsen, mannbar, ἐν ἡλικίᾳ ὤν, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
ἧλιξ — of the same age masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκεσσι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκων — ἧλιξ of the same age masc/fem gen pl ἡλίκος as big as fem gen pl ἡλίκος as big as masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικες — ἧλιξ of the same age masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικος — ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλιξι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλιξιν — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… … Dictionary of Greek
νεοήλιξ — νεοῆλιξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που είναι μικρός στην ηλικία, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισ ήλιξ, ομ ήλιξ)] … Dictionary of Greek