ἐξ-ώλης

ἐξ-ώλης

ἐξ-ώλης, ες (ὄλλυμι), 1) ganz zu Grunde gerichtet, ganz unglücklich, Her. 7, 9, 2; bes. bei feierlichen Eiden u. Verwünschungen, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172; εὔχεσϑαι αὑτὸν ἐξώλη ποιεῖν καὶ γένος καὶ οἰκίαν ibd. 71; τούτους ἐξώλεις καὶ προώλεις ἐν γῇ καὶ ϑαλάττῃ ποιήσατε 18, 324; vgl. Andoc. 1, 98; Din. 2, 16. – 2) verderblich; οὐδὲν ἐξωλέστερον Ar. Plut. 443 Dem. 58, 63, welche beide Stellen freilich auch verderbt sein können. – Von sittlicher Verworfenheit, Luc. Nigr. 23, u. öfter Sp.; vgl. auch Aesch. Suppl. 741.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ώλης — ες, και τ. ουσ. ὤλη, ἡ, Α 1. κατεστραμμένος 2. (μόνον στον τ. ὤλη) όλεθρος, καταστροφή («ὢλη καὶ πανώλη γένοιτο αὐτοῡ τὸ γένος καὶ αὐτός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὤλης έχει προέλθει υποχωρητ. από το σύνθ. ἐξώλης (< ἐξ + ὄλλυμι «καταστρέφω»)] …   Dictionary of Greek

  • κυθνώλης — κυθνώλης, ῶλες (Α) παροιμ. φρ. «κυθνώλης συμφορά» πλήρης όλεθρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύθνος + ώλης (< ὄλλυμι) το ω λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. εξ ώλης, παν ώλης)] …   Dictionary of Greek

  • λειώλης — λειώλης, ες (Α) επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση τού επιρρ. λείως + ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ ώλης, προ ώλης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • προώλης — ες / προώλης, ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, ῶλες, Α φρ. «εξώλης και προώλης» ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα αρχ. τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • λεώλης — λεώλης, ῶλες (Α) λεωκόνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. φρεν ώλης] …   Dictionary of Greek

  • πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …   Dictionary of Greek

  • φρενώλης — ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν ώλης. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ώλη — ἡ, Α βλ. ὤλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”