ώλης — ες, και τ. ουσ. ὤλη, ἡ, Α 1. κατεστραμμένος 2. (μόνον στον τ. ὤλη) όλεθρος, καταστροφή («ὢλη καὶ πανώλη γένοιτο αὐτοῡ τὸ γένος καὶ αὐτός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὤλης έχει προέλθει υποχωρητ. από το σύνθ. ἐξώλης (< ἐξ + ὄλλυμι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek
κυθνώλης — κυθνώλης, ῶλες (Α) παροιμ. φρ. «κυθνώλης συμφορά» πλήρης όλεθρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύθνος + ώλης (< ὄλλυμι) το ω λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. εξ ώλης, παν ώλης)] … Dictionary of Greek
λειώλης — λειώλης, ες (Α) επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση τού επιρρ. λείως + ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ ώλης, προ ώλης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
προώλης — ες / προώλης, ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, ῶλες, Α φρ. «εξώλης και προώλης» ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα αρχ. τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω… … Dictionary of Greek
λεώλης — λεώλης, ῶλες (Α) λεωκόνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. φρεν ώλης] … Dictionary of Greek
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
φρενώλης — ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν ώλης. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ώλη — ἡ, Α βλ. ὤλης … Dictionary of Greek