ἐν-ώδιον

ἐν-ώδιον

ἐν-ώδιον, τό, Sp., bes. in Inscr., für ἐνώτιον, vgl. Piers. zu Moeris p. 147.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετραώδιο — και τετράωδο, το / τετραῴδιον και τετράῳδον, ΝΜ (στην εκκλησιαστική υμνολογία) κανόνας που αποτελείται από τέσσερεις ωδές και ψάλλεται συνήθως τα Σάββατα, ιδίως τής Σαρακοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ῴδιον (< ῳδός < ῳδή), πρβλ. τρι… …   Dictionary of Greek

  • τριώδιο — Εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες των λειτουργιών από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου έως το Μεγάλο Σάββατο. Ονομάστηκε έτσι, επειδή στις καθημερινές ακολουθίες του όρθρου, ο κανόνας αυτός, αντί των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”