ἐν-ᾱερίζω

ἐν-ᾱερίζω

ἐν-ᾱερίζω, in die Luft erheben, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αερίζω — αερίζω, αέρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αερίζω — (Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω) νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό 2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον 3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου 4. (απροσ.) αερίζει φυσά ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

  • αερίζω — αέρισα, αερίστηκα, αερισμένος 1. προκαλώ πνοή αέρα με κατάλληλη κίνηση, δροσίζω: Αέρισέ τον λίγο να δροσιστεί. 2. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου: Άνοιξε τα παράθυρα να αεριστεί το σπίτι. 3. εκθέτω κάτι στον αέρα: Άπλωσε τα σεντόνια έξω να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀερίζει — ἀερίζω to be like air pres ind mp 2nd sg ἀερίζω to be like air pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερίζον — ἀερίζω to be like air pres part act masc voc sg ἀερίζω to be like air pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερίζοντα — ἀερίζω to be like air pres part act neut nom/voc/acc pl ἀερίζω to be like air pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερίζοντι — ἀερίζω to be like air pres part act masc/neut dat sg ἀερίζω to be like air pres ind act 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερίζοντες — ἀερίζω to be like air pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερίζουσα — ἀερίζω to be like air pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερίζουσαι — ἀερίζω to be like air pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερίζων — ἀερίζω to be like air pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”