- ἐν-ήλωσις
ἐν-ήλωσις, ἡ, das Annageln, – die zur Zierrath eingeschlagenen Nägel, Calliz. bei Ath. V, 205 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ήλωσις, ἡ, das Annageln, – die zur Zierrath eingeschlagenen Nägel, Calliz. bei Ath. V, 205 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήλωση — η (Μ ἥλωσις) [ηλώ] το κάρφωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η χρησιμοποίηση καρφιών ή μέσων με ανάλογο σχήμα, από ανοξείδωτο χάλυβα, για την αποκατάσταση τής συνέχειας ενός οστού που έχει υποστεί κάταγμα 2. σύνδεση λεπτών τεμαχίων μηχανής ή κατασκευής με… … Dictionary of Greek