- ἐξ-ήνιος
ἐξ-ήνιος, ον, zügellos, Plut. de garrul. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ήνιος, ον, zügellos, Plut. de garrul. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἤνιος — ἦνις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμηνις — ήνιος, ὁ, ἡ, Α πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηνις (< μῆνις, ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ μηνις] … Dictionary of Greek
λισσάνιος — λισσάνιος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ἀγαθός» 2. φρ. «ὦ λυσσάνιε» καλέ μου φίλε. [ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θεωρείται «σύνθ. εκ συναρπαγής» (λ. σχηματισμένη από ολόκληρη φράση) τού λισσὸς ἀνιᾶν «αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… … Dictionary of Greek
ποικιλάνιος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά τού χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού αμάρτυρου *ποικιλήνιος (< ποικίλος + ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσ ήνιος] … Dictionary of Greek
φιλήνιος — ον, Α (για άλογο) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, πειθήνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ήνιος (< ἡνία «χαλινάρι»), πρβλ. χρυσ ήνιος] … Dictionary of Greek
χρυσήνιος — και δωρ. τ. χρυσάνιος, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (ως προσωνυμία θεών και θεαινών) αυτός που έχει χρυσά ηνία («οὐδ ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης», Ομ. Οδ.) 2. προσωνυμία τού Άδου 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσήνιος δίφρος εὐάρμοστος». [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τριτομηνίς — ίος, και τριτόμηνις, ήνιος, ἡ, Α η τρίτη ημέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μήν, μηνός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. βολ ίς)] … Dictionary of Greek