- πεντ-ώροφος
πεντ-ώροφος, mit od. von fünf Decken od. Stockwerken, D. Hal. rhet. 1, 3, vgl. de C. V. p. 203 u. Lob. Phryn. 709.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντ-ώροφος, mit od. von fünf Decken od. Stockwerken, D. Hal. rhet. 1, 3, vgl. de C. V. p. 203 u. Lob. Phryn. 709.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταώροφος — η, ο / πεντώροφος, ον, ΝΜΑ (για οίκημα) αυτός που έχει πέντε ορόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντ + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. δι ώροφος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek