ἐλάφιος

ἐλάφιος

ἐλάφιος, ὁ, = ἐλαφηβολιών, bei den Eleern, Paus. 5, 13, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ελάφιος — ἐλάφιος, ο (Α) ο μήνας ελαφηβολιών στην Ηλεία …   Dictionary of Greek

  • Ἐλάφιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάφιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλαφίου — Ἐλάφιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλαφίων — Ἐλάφιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλαφίῳ — Ἐλάφιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλάφιον — Ἐλάφιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Coligny calendar — Overview of the re assembled tablet Detail of Mid Samonios The …   Wikipedia

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαφίου — ἐλάφιον neut gen sg ἐλάφιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφίων — ἐλάφιον neut gen pl ἐλάφιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”