ἐλάφρωσις, ἡ, Erleichterung, Verringerung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλάφρωση — και σιά, η η ελάφρωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἐλάφρωσις] … Dictionary of Greek
ελάφρωση — και αλάφρωση, η (Μ ἐλάφρωσις) ελάττωση, μείωση νεοελλ. απαλλαγή του άγχος από το μετριασμός τής λύπης … Dictionary of Greek