ἐλάτειρα

ἐλάτειρα

ἐλάτειρα, , Treiberinn, Lenkerinn; ἵππων Pind. frg. 59; Nonn. D. 11, 186.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ελάτειρα — η βλ. ελατήρ …   Dictionary of Greek

  • ἐλάτειρα — ἐλάτειραν fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατήρ — και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο θηλ. ἐλάτειρα, η) μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών 2. πληθ. οι ελατήρες ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”