ἐλ-λαμπρύνομαι

ἐλ-λαμπρύνομαι

ἐλ-λαμπρύνομαι, sich in Etwas glänzend zeigen, sich womit brüsten; τῷ ἔργῳ D. Gass. 73, 19; a. Sp.; absolut, Luc. dom. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαμπρύνομαι — λαμπρύνομαι, λαμπρύνθηκα βλ. πίν. 49 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαμπρύνομαι — λαμπρύ̱νομαι , λαμπρύνω make bright aor subj mid 1st sg (epic) λαμπρύ̱νομαι , λαμπρύνω make bright pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανθώ — (Α ἐπανθῶ, έω) (για ιδιότητα) εμφανίζομαι στην επιφάνεια τού σώματος (ιδίως τού προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο τής κόρης» «ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.) αρχ. 1. ανθώ 2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρύνω — (AM λαμπρύνω) [λαμπρός] 1. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό, εξωραΐζω, ομορφαίνω 2. προσδίδω σε κάτι αξία δόξα, αίγλη, μεγαλείο μσν. 1. φωτίζω, καθοδηγώ 2. γίνομαι λαμπρός, φωτεινός αρχ. 1. μέσ. λαμπρύνομαι κάνω κάτι να γυαλίζει («ἠκονῶντο καὶ λόγχας… …   Dictionary of Greek

  • προσαγλαΐζομαι — Α λαμπρύνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγλαΐζομαι «κοσμούμαι, καλλωπίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συλλαμπρύνω — Α [λαμπρύνω] (κυρίως το μέσ.) συλλαμπρύνομαι λαμπρύνομαι με την παρουσία ή με την προσθήκη κάποιου άλλου …   Dictionary of Greek

  • υπερλαμπρύνομαι — Α 1. υπερβάλλω σε λαμπρότητα, λάμπω περισσότερο 2. (για κυνηγετικά σκυλιά) επιδεικνύω μεγάλη προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + λαμπρύνομαι «γίνομαι λαμπερός, ζωηρός»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”