- ἐλ-λιμένιος
ἐλ-λιμένιος, im Hafen; πύργος Strab. 1, 3, 20. – Gew. τὸ ἐλλιμένιον, der Hafenzoll, Eupol. Poll. 9, 30; Arist. Oec. 2, 22; Pol. 31, 7, 12; vgl. Boeckh's Staatshh. I S. 343.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλ-λιμένιος, im Hafen; πύργος Strab. 1, 3, 20. – Gew. τὸ ἐλλιμένιον, der Hafenzoll, Eupol. Poll. 9, 30; Arist. Oec. 2, 22; Pol. 31, 7, 12; vgl. Boeckh's Staatshh. I S. 343.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμένιος — ία, ον (Α) [λιμήν] 1. (για θεό) αυτός που προστατεύει τους λιμένες 2. (το θηλ. ως επίκληση τής Αφροδίτης) η Λιμενία προστάτιδα τών ναυτικών στην Ερμιόνη … Dictionary of Greek
λιμένιος — of the harbour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενία — λιμενίᾱ , λιμένιος of the harbour fem nom/voc/acc dual λιμενίᾱ , λιμένιος of the harbour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενίας — λιμενίᾱς , λιμένιος of the harbour fem acc pl λιμενίᾱς , λιμένιος of the harbour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένιον — neut nom/voc/acc sg λιμένιος of the harbour masc acc sg λιμένιος of the harbour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή … Dictionary of Greek
λιμενίου — λιμένιον neut gen sg λιμένιος of the harbour masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενίῳ — λιμένιον neut dat sg λιμένιος of the harbour masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)