ἐλ-λιμενικός

ἐλ-λιμενικός

ἐλ-λιμενικός, ή, όν, den Hafen betreffend; τὸ ἐλλ., sc. τέλος, der Hafenzoll, Plat. Rep. IV, 425 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιμενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα (α. «λιμενικό σώμα» σώμα στρατιωτικά συντεταγμένο, που διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες υπάγονται και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες τού πολεμικού ναυτικού β. «λιμενικά τέλη» τα… …   Dictionary of Greek

  • λιμενικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το λιμάνι: Την υπόθεση ανέλαβαν οι λιμενικές αρχές. – Λιμενικό σώμα (οργανωμένο σώμα που έχει την εποπτεία των λιμανιών και των θαλάσσιων περιοχών) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελλιμένιος — α, ο (Α ἐλλιμένιος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στο λιμάνι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλλιμένιον λιμενικός φόρος κατά την είσοδο ή έξοδο πλοίου από το λιμάνι …   Dictionary of Greek

  • ελλιμενικός — ἐλλιμενικός, ή, όν (Α) (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐλλιμενικά λιμενικός φόρος σε εισαγόμενα ή εξαγόμενα είδη …   Dictionary of Greek

  • ενόρμιον — ἐνόρμιον, το (Α) [όρμος] λιμενικός φόρος …   Dictionary of Greek

  • λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …   Dictionary of Greek

  • λιμενιτικός — λιμενιτικός, ή, όν (Α) [λιμενίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα, λιμενικός …   Dictionary of Greek

  • παραγώγιον — τὸ, ΜΑ μσν. πηγή ή πηγάδι αρχ. λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγώγιον] …   Dictionary of Greek

  • υποθηκολόγος — ο, Ν ναυτ. λιμενικός αξιωματικός ο οποίος τηρεί το ναυτικό υποθηκολόγιο στις κατά τόπους λιμενικές αρχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθήκη + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”