- ἐλ-λειπής
ἐλ-λειπής, ές, schlechtere Form für ἐλ-λιπής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλ-λειπής, ές, schlechtere Form für ἐλ-λιπής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείπῃς — λείπω leave pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek