ἐλ-λιπής

ἐλ-λιπής

ἐλ-λιπής, ές, der Etwas unterläßt; τῆς τῶν ἐπιτρόπων αἱρέσεως, der die Wahl der Vormünder unterläßt, Plat. Legg. XI, 924 b; nachstehend, προϑυμίᾳ Thuc. 6, 69; ἐν τοῖς πεζικοῖς Pol. 18, 5, 5; übh. mangelhaft, ermangelnd, τῆς ἀκριβείας Plat. Rep. VI, 504 b; μνήμης Thuc. 7, 8; τοῠτο σφίσιν ἐλλιπὲς εἶναι τῆς καϑάρσεως, das fehle an der Reinigung, 5, 1; Ggstz ἐντελής, Ath. XIV, 644 d; – τὸ ἐλλιπές, der Mangel, Pol. 6, 49, 6; τὸ ἐλλ. τῆς γνώμης, Nichtbefriedigung der Wünsche, Thuc. 4, 63. – Adv. ἐλλιπῶς, Iambl. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λίπῃς — λείπω leave aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπηις — λίπῃς , λείπω leave aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλιπής — εὐλιπής, ές (ΑΜ) 1. πολύ λιπαρός («εὐλιπῆ στελγίσματα», Λυκόφρ.) 2. ο πλούσιος σε ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιπής (< λίπος), πρβλ. α λιπής, οξυ λιπής] …   Dictionary of Greek

  • θυμολιπής — θυμολιπής, ές (Α) λιπόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ λιπής, ψυχο λιπής] …   Dictionary of Greek

  • σαρκολιπής — ές, Α (ποιητ. τ.) λιπόσαρκος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λιπής (< λείπω), πρβλ. θυμο λιπής, ψυχο λιπής] …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • ναρδολιπής — ναρδολιπής, ές (Α) ο αλειμμένος με λάδι νάρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού φυτού» + λιπής (< λίπα «λίπος»), πρβλ. αργι λιπής] …   Dictionary of Greek

  • οξυλιπής — ὀξυλιπής, ὁ (Α) φρ. «ὀξυλιπὴς ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος με ξίδι και λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λιπής (< λίπα «λίπος»), πρβλ. ναρδο λιπής] …   Dictionary of Greek

  • πειλιπής — και πιλιπής, ές Α αυτός που τού λείπει το γράμμα πει (π). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖ (Ι) / πῖ + λιπής (< λείπω), πρβλ. εκ λιπής] …   Dictionary of Greek

  • περιλιπής — ές, Α ο υπόλοιπος, αυτός που απέμεινε («παρεσκεύαζον δὲ καὶ τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ λιπής] …   Dictionary of Greek

  • υπολιπής — ές, ΜΑ αυτός που μένει ως υπόλοιπο αρχ. 1. ελλιπής, ανεπαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπολιπές έλλειμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιπής (< λείπω), πρβλ. περι λιπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”