- ἐλ-λόβιον
ἐλ-λόβιον, τό, der Ohrring, das Ohrgehänge, Luc. Gall. 29 u. öfter, wie a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλ-λόβιον, τό, der Ohrring, das Ohrgehänge, Luc. Gall. 29 u. öfter, wie a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόβιον — fruit of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβίων — λόβιον fruit of the neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόβια — λόβιον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουβί — και λουβίδι, το 1. ο λοβός, η σποροθήκη τών οσπρίων και άλλων καρπών 2. στον πληθ. τα λουβιά τα αμπελοφάσουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λοβίον, με κώφωση τού ο (< λόβιον < λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»)] … Dictionary of Greek
λόβιο — και λοβίο και λουβί, το (Α λόβιον, Μ λοβί[ο]ν και λουβί[ο]ν) [λοβός] μικρός λοβός νεοελλ. 1. υποδιαίρεση, τμήμα ενός λοβού 2. φρ. «ηπατικά, πνευμονικά, νεφρικά λόβια» μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το ήπαρ, τους… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
πιθηκηλόβιο — και πιθηκολόβιο, το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες και περιλαμβάνει 170 περίπου είδη θάμνων και δένδρων που ενδημούν στις θερμές και εύκρατες περιοχές κυρίως τής Αμερικής και τής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek