- ἐθνίστης
ἐθνίστης, ὁ, Hesych., od. besser ἐϑνίτης, Suid. u. Eust., aus demselben Volke, Landsmann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐθνίστης, ὁ, Hesych., od. besser ἐϑνίτης, Suid. u. Eust., aus demselben Volke, Landsmann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εθνιστής — ο 1. αυτός που αγαπάει το έθνος του και πιστεύει στη συμβολή του στον πολιτισμό. 2. ο εθνικόφρονας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)