- ἐθνηδόν
ἐθνηδόν, völkerweise, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐθνηδόν, völkerweise, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εθνηδόν — ἐθνηδόν επίρρ. (Α) εξ ολοκλήρου, σύσσωμο το έθνος. [ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + ηδόν* (πρβλ. αγεληδόν, αληδόν)] … Dictionary of Greek
ἐθνηδόν — by nations indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… … Dictionary of Greek
εθελοντηδόν — ἐθελοντηδόν (Α) εκούσια, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθελοντής + ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, εθνηδόν)] … Dictionary of Greek