- ἐλαιο-κόμος
ἐλαιο-κόμος, Oliven bauend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαιο-κόμος, Oliven bauend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερακοκομία — ἡ η ιερακοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κομία (< κόμος < κομώ), πρβλ. ελαιο κομία, μελισσο κομία] … Dictionary of Greek