- ἐλαιο-βραχής
ἐλαιο-βραχής, ές, = Folgdm, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαιο-βραχής, ές, = Folgdm, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοβραχής — θαλασσοβραχής, ές (Α) βρεγμένος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βραχής (< βρέχω, πρβλ. παθ. αόρ. ε βράχ ην), πρβλ. ελαιο βραχής, μυρο βραχής] … Dictionary of Greek