- ἐλαιο-φόρος
ἐλαιο-φόρος, Oelbäume tragend; Eur. Herc. Fur. 1178; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαιο-φόρος, Oelbäume tragend; Eur. Herc. Fur. 1178; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλέλαιο — το (Μ ξυλέλαιον) νεοελλ. ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται από τα σπέρματα και τον κορμό τού δένδρου Αleurites cordata το οποίο ευδοκιμεί στην Κίνα και την Ιαπωνία και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ελαιοχρωμάτων, βερνικιών μσν. ποσότητα ξύλου και … Dictionary of Greek