ἐλαιο-πώλης

ἐλαιο-πώλης

ἐλαιο-πώλης, , Oelhändler, Dem. 25, 47.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετοιμοπώλης — ἑτοιμοπώλης, ὁ (θηλ. ἑτοιμόπωλις) (Α) ο ιδιοκτήτης ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πώλης (< πωλώ), πρβλ. ελαιο πώλης, ζυθο πώλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”