- ἐλαιό-δευτος
ἐλαιό-δευτος, dasselbe, VLL., die es ἐλαιόβρεκτον erklären.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαιό-δευτος, dasselbe, VLL., die es ἐλαιόβρεκτον erklären.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόδευτος — θεόδευτος, ον (Μ) (για τη φλεγόμενη βάτο) αυτή που διαποτίζεται από τη θεία χάρη και δεν καίγεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δευτος (< δεύω «διαβρέχω»), πρβλ. ελαιό δευτος] … Dictionary of Greek