- ἐλαιό-βροχος
ἐλαιό-βροχος, mit Oel benetzt, getränkt; Ath. IX, 393 b; Schol. Od. 3, 441.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαιό-βροχος, mit Oel benetzt, getränkt; Ath. IX, 393 b; Schol. Od. 3, 441.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρόβροχος — μυρόβροχος, ον (Α) μυροβραχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βροχος (< βρέχω), πρβλ. ελαιό βροχος, μελανό βροχος] … Dictionary of Greek
νειλόβροχος — νειλόβροχος, ον (Α) (για χώρα ή αγρό) αυτός που ποτίζεται από τον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + βροχος (< βροχή ή βρέχω) πρβλ. ελαιό βροχος, μυρό βροχος] … Dictionary of Greek