ἐλεᾶς

ἐλεᾶς

ἐλεᾶς, ᾶντος, ὁ, eine Eulenart, Ar. Av. 302. 885.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐλεᾶς — ἐλεᾶ̱ς , ἐλεάω pres ind act 2nd sg (doric) ἐλεᾶς bird masc acc pl (attic doric) ἐλεᾶ̱ς , ἐλεᾶς bird masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεᾷς — ἐλεάω pres subj act 2nd sg ἐλεάω pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλέας — Ἐλέᾱς , Ἔλεος fem acc pl Ἐλέᾱς , Ἔλεος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέας — ἐλέᾱς , ἐλέα reed warbler fem acc pl ἐλέᾱς , ἐλέα reed warbler fem gen sg (attic doric aeolic) ἐλέᾱς , ἐλεάω pres ind act 2nd sg (attic) ἐλέᾱς , ἐλεάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλειῶν — ἐλεᾶς bird masc gen pl (doric) ἐλειός dormouse masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεᾶν — ἐλέα reed warbler fem gen pl (doric aeolic) ἐλεάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐλεάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐλεάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐλεᾶ̱ν , ἐλεάω pres inf act (epic doric) ἐλεάω pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεᾷ — ἐλεάω pres subj mp 2nd sg ἐλεάω pres ind mp 2nd sg (epic) ἐλεάω pres subj act 3rd sg ἐλεάω pres ind act 3rd sg (epic) ἐλεᾶς bird masc dat sg (doric) ἐλεᾷ̱ , ἐλεᾶς bird masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • Υέλη — ἡ, Α αρχ. μεταγενέστερη ονομασία τής Ελέας, πατρίδας τών φιλοσόφων Παρμενίδη και Ζήνωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Velia] …   Dictionary of Greek

  • βασκάς — ( άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α) είδος πάπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο …   Dictionary of Greek

  • δακνάς — δακνᾱς, ο (Α) (για ζώα) ο δαγκανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκνω + άς* (πρβλ. ελεάς, κατωφαγάς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”