- ἐθελοντίς
ἐθελοντίς, ἡ, fem. zu ἐϑελοντής, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐθελοντίς, ἡ, fem. zu ἐϑελοντής, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… … Dictionary of Greek