- ἐλεημονικός
ἐλεημονικός, zum Erbarmen geneigt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεημονικός, zum Erbarmen geneigt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελεημονικός — ή, ό (Μ ἐλεημονικός, ή, όν) 1. φιλάνθρωπος 2. επιεικής, συγκαταβατικός μσν. (για τραγούδι) λυπητερός … Dictionary of Greek
ελεημονητικός — ή, ό ο ελεημονικός … Dictionary of Greek