ἐλελεῦ

ἐλελεῦ

ἐλελεῦ, auch ἐλελελελεῠ, ein Kriegsgeschrei, wie ἀλαλά, hurrah! Ar. Av. 364; ein Wehruf, Aesch. Prom. 879; auch bei Festaufzügen als Jubelruf, Plut. Thes. 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ελελεύ — ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α) επιφών. 1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. κραυγή πόνου 3. αλαλαγμός χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐλελεῦ — a cry indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Battle of Marathon — Infobox Military Conflict conflict=Battle of Marathon partof=the Greco Persian Wars caption=The plain of Marathon today date=September 490 BC place=Marathon, Greece result=Athenian victory territory=Persians fail to conquer Attica… …   Wikipedia

  • Bataille de Marathon — 38°07′05″N 23°58′42″E / 38.11806, 23.97833 …   Wikipédia en Français

  • Batalla de Maratón — Saltar a navegación, búsqueda Batalla de Maratón Parte de Primera Guerra Médica Maratón en la actualidad …   Wikipedia Español

  • ελελίζω — (I) ἐλελίζω (Α) 1. περιστρέφω 2. (για στρατό) αναγκάζω να στραφεί και ν αντιμετωπίσει τον εχθρό 3. (για φίδι) κινούμαι ελικοειδώς, περιτυλίσσομαι 4. σείω, τραντάζω 5. παθ. σείομαι, τρέμω 6. (για μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • оле — межд. удивления, укр. оле!, ст. слав. оле (Супр.), болг. оле, олеле ой!; ура! (Младенов 379), сербохорв. ле̏ле увы!, горе! . Вероятно, из *о ле или *е ле, с частицей lе (подобно еле), словен. lè только, лишь, однако (же) , польск. lе, наряду с… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Elelevs — ELĔLEVS, ëi, ein Beynamen des Bacchus, Ovid. Metam. lib. IV. v. 15. welchen er von ἐλελευ, einem Beyworte hat, womit die einander zuriefen, welche die Orgia, oder des Bacchus Fest, feyern wollten, oder dessen sich auch die bedieneten, welche mit… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Λέλεγες — Προϊστορικός λαός. Σύμφωνα με αναφορές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ήταν νομαδικός λαός και φιλοπόλεμος, ο οποίος κατοικούσε στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Η ονομασία του προερχόταν από τον επώνυμο ήρωά του,… …   Dictionary of Greek

  • έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… …   Dictionary of Greek

  • ολολύζω — (ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω) βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω αρχ. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ ὀλόλυξε θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”